οδόβαινος

οδόβαινος
ο
ζωολ. γένος θαλάσσιων θηλαστικών που μοιάζουν με φώκιες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. odobenus < ὀδούς «δόντι» + βαίνω. Τα θηλαστικά αυτά ονομάστηκαν έτσι επειδή χρησιμοποιούν τα δόντια τους για τη μετακίνηση τους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • πτερυγιόποδα — τα, Ν ζωολ. τάξη μεγαλόσωμων υδρόβιων θηλαστικών, κατ άλλους απλή υπόταξη τών σαρκοφάγων, τών οποίων τα άκρα έχουν μετασχηματιστεί σε πτερύγια, όπως είναι λ.χ. οι φώκιες, οι ωταρίες και ο οδόβαινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερύγιο + πούς, ποδός. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • τριχοφόρος — Μεγάλο θαλασσόβιο θηλαστικό της οικογένειας των οδοβαινιδών. Χαρακτηρίζεται από τους ισχυρούς χαυλιόδοντες που έχει το αρσενικό. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 2 είδη: τον τ. τον ροσμάρο που ζει στον βόρειο Παγωμένο Ωκεανό και τον τ. τον ογκώδη, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”